- ανιδρωτι
- ἀνιδρωτίἀνῑδρωτίadv.2) вяло, лениво Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανιδρωτί — ἀνιδρωτί επίρρ. (Α) 1. χωρίς ιδρώτα 2. μτφ. άκοπα, ανενόχλητα 3. χωρίς βιασύνη, με νωθρότητα … Dictionary of Greek
ἀνιδρωτί — ἀνῑδρωτί , ἀνιδρωτί without sweat indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνιδρωτί — ἀνῑδρωτί , ἀνιδρωτί without sweat indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)